αλπακαδένιος

αλπακαδένιος
-α, -ο
ο κατασκευασμένος από αλπακά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τού πληθ. αλπακάδες, τής λ. αλπακάς + παραγ. κατάλ. -ένιος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”